περιέλιξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιέλιξη οι περιελίξεις
      γενική της περιέλιξης* των περιελίξεων
    αιτιατική την περιέλιξη τις περιελίξεις
     κλητική περιέλιξη περιελίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιελίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λιθογραφία που απεικονίζει υποψήφιο σύστημα περιελίξεων τραμ για τη Βαλτιμόρη το 1882.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιέλιξη < ελληνιστική κοινή περιέλιξις < αρχαία ελληνική περιελίσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιέλιξη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]