περιέλιξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιέλιξη | οι | περιελίξεις |
γενική | της | περιέλιξης* | των | περιελίξεων |
αιτιατική | την | περιέλιξη | τις | περιελίξεις |
κλητική | περιέλιξη | περιελίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιελίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιέλιξη < ελληνιστική κοινή περιέλιξις < αρχαία ελληνική περιελίσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιέλιξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιελίσσω
- ελικοειδής περιστροφή ενός μακρόστενου αντικειμένου γύρω από κάτι άλλο
- (ειδικότερα) περιστροφή ειδικού μονωμένου σύρματος, ώστε να δημιουργηθούν σπείρες
- (καταχρηστικά) η μία από τις σπείρες
- (συνεκδοχικά) η εργασία για αυτήν την περιστροφή