προστατευτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστατευτισμός < προστατευτικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protectionnisme[1] [2])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προστατευτισμός αρσενικό
- (οικονομία) οικονομική πολιτική που επιδιώκει την προστασία της εγχώριας οικονομίας μέσω της επιβολής τελωνειακών δασμών ή περιορισμών στις εισαγωγές, υπερφορολόγησης των ξένων προϊόντων κ.λπ., με στόχο να προστατευθούν οι εγχώριες επιχειρήσεις από τον ανταγωνισμό των ξένων προϊόντων ή υπηρεσιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις προστατεύω και προστάτης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστατευτισμός
- ↑ προστατευτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προστατευτισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)