σκουληκιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουληκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουληκιάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sku.liˈca.zme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κια‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
σκουληκιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σκουληκιάζω