σκουριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκουριασμένος. μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σκουριασμένος, -η, -ο
- που έχει σκουριάσει, έχει οξειδωθεί
- (μεταφορικά) που έχει παλιές, απαρχαιωμένες αντιλήψεις σε κοινωνικά ζητήματα ή σε ζητήματα της δουλειάς, έχει "μείνει πίσω", δεν έχει επιμορφωθεί με τις νέες εξελίξεις επαγγελματικά
- Παλιά μυαλά, σκουριασμένα, δε μπορείς να συνεννοηθείς