σκόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκόρος | οι | σκόροι |
γενική | του | σκόρου | των | σκόρων |
αιτιατική | τον | σκόρο | τους | σκόρους |
κλητική | σκόρε | σκόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκόρος < μεσαιωνική ελληνική σκόρος < αρχαία ελληνική κόρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *koris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκόρος αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκοροφαγωμένος
- → δείτε τις λέξεις κοριός και κόλιαντρος