τείνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

τείνω < αρχαία ελληνική τείνω < πρωτοελληνική teňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ten-ye- of *ten- ‎(τείνω)

τείνω (παθητική φωνή: τείνομαι)

  1. απλώνω, τεντώνω
    ⮡  του έτεινε το χέρι σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης
  2. έχω την τάση· για φαινόμενα που βαθμιαία εξελίσσονται προς μία ορισμένη κατεύθυνση
    ⮡  αυτή η συνήθεια τείνει να γίνει μόδα
  3. κλίνω προς κάτι, όπως μία άποψη
    ⮡  Τι λες για τις δικαιολογίες του Νίκου; - Τείνω να τον πιστέψω
  4. αποβλέπω, αποσκοπώ σε κάτι
    ⮡  Οι προσπάθειές μου έτειναν να τον πείσουν να…
  5. (μαθηματικά) έχω ως όριο, προσεγγίζω προς μια ορισμένη τιμή χωρίς να την φτάνω
    ⮡  όταν το x τείνει προς το 0, τότε το 1/|x| τείνει προς το συν άπειρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]