φάρυγγας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φάρυγγας | οι | φάρυγγες |
γενική | του | φάρυγγα | των | φαρύγγων |
αιτιατική | τον | φάρυγγα | τους | φάρυγγες |
κλητική | φάρυγγα | φάρυγγες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάρυγγας < αρχαία ελληνική φάρυγξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfa.ɾiŋ.ɡas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάρυγγας αρσενικό