χειρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρισμός < αρχαία ελληνική χειρισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρισμός αρσενικό
- η ενέργεια του χειρίζομαι
- (ειδικότερα) ο χειρισμός (1) σε μία συγκεκριμένη στιγμή
- (μεταφορικά) ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να οργανώσουμε ή να διευθύνουμε ένα γεγονός, μια υπόθεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειρισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειρισμός < χειρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειρισμός αρσενικό
- ενέργεια με τα χέρια
- (συνεκδοχικά) η εγχείρηση