συγκέντρωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορ, διαχ μεταφρ |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 113: | Γραμμή 113: | ||
* {{eo}} : {{τ|eo|kunveno|noentry=1}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|kunveno|noentry=1}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:συγκέντρωση]] |
[[en:συγκέντρωση]] |
Αναθεώρηση της 18:03, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκέντρωση | οι | συγκεντρώσεις |
γενική | της | συγκέντρωσης* | των | συγκεντρώσεων |
αιτιατική | τη | συγκέντρωση | τις | συγκεντρώσεις |
κλητική | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκεντρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συγκέντρωση < ελληνιστική συγκέντρωσις < συγκεντρῶ
Ουσιαστικό
συγκέντρωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγκεντρώνω και του συγκεντρώνομαι
- μάζεμα, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
- όταν το κράτος βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων
- πρώτος σκοπός της Μακντόναλντ ήταν η συγκέντρωση και ψηφιοποίηση όλων των αρχαίων ελληνικών κειμένων
- κατάσταση στην οποία κάποιος σκέφτεται μόνο για κάτι συγκεκριμένο
- μάζεμα, συνάθροιση πολλών ατόμων ή αντικειμένων σε ένα σημείο
- Πρότυπο:χημ αναλογία της ποσότητας μιας ουσίας σχετικά με την ποσότητα μιας άλλης ουσίας σε ένα μείγμα ή διάλυμα
- η συγκέντρωση αλάτων στο νερό είναι απαγορευτική για να το πιει κάποιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συγκεντρώνω
Μεταφράσεις
πνευματική κατάσταση
όρος της χημείας
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια