άλμπατρος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άλμπατρος < αγγλική albatross < πορτογαλική alcatraz[1] < αραβική القطرس (al-qaṭrās' - θαλασσαετός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άλμπατρος ουδέτερο άκλιτο
- (ορνιθολογία) μεγάλο θαλάσσιο πουλί της οικογένειας Diomedeidae
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | άλμπατρος | άλμπατροι |
γενική | άλμπατρου | άλμπατρων |
αιτιατική | άλμπατρο | άλμπατρους |
κλητική | άλμπατρε | άλμπατροι |
- 2. Απαντά και ως αρσενικού γένους, που κλίνεται κανονικά.
- Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε, / πιάνουν τους άλμπατρους -πουλιά της θάλασσας τρανά (Σαρλ Μπωντλαίρ, Άλμπατρος, μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης)
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
- άλμπατρος στη Βικιπαίδεια