αβάφτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβάφτιστος < αρχαία ελληνική ἀβάπτιστος < ἀ- + βαπτίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αβάφτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βαφτιστεί
- το μωρό είναι κιόλας δύο χρονώ κι είναι ακόμα αβάφτιστο