αλαβάρδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαβάρδα οι αλαβάρδες
      γενική της αλαβάρδας των αλαβαρδών
    αιτιατική την αλαβάρδα τις αλαβάρδες
     κλητική αλαβάρδα αλαβάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλαβάρδα (ήδη, μεσαιωνική ελληνική ἀλαβαρδιέρης > ἀλάβαρδος (θηλυκό)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…), ή αλαβάρδα): (λόγιο δάνειο) ιταλική alabarda < μέση άνω γερμανική halmbarte [1] < halm (λαβή) < πρωτογερμανική *helmô (λαβή) + barte (μικρό τσεκούρι) < πρωτογερμανική *bardaz (κυριολεκτικά: γένι) [2]
Αλαβάρδες κρεμασμένες στον τοίχο.
Χαρακτηριστική αλαβάρδα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.laˈvaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐βάρ‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλαβάρδα θηλυκό

  • (μεσαιωνικός οπλισμός) είδος μεσαιωνικής λόγχης με αιχμηρή άκρη που είχε διάφορες μορφές (συχνά, παρόμοια με του τσεκουριού)
    Η χαρακτηριστική αλαβάρδα έφερε τρία τμήματα: αιχμή, κόψη και αρπάγη (ένα γάντζο). Χάρη στα διακοσμητικά της στοιχεία τη βλέπουμε ακόμα και σήμερα στα χέρια των ελβετών φρουρών στο Βατικανό. [3]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. alabarda - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
  2. alabarda (Italian) στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]