ανάλαδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάλαδος | η | ανάλαδη | το | ανάλαδο |
γενική | του | ανάλαδου | της | ανάλαδης | του | ανάλαδου |
αιτιατική | τον | ανάλαδο | την | ανάλαδη | το | ανάλαδο |
κλητική | ανάλαδε | ανάλαδη | ανάλαδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάλαδοι | οι | ανάλαδες | τα | ανάλαδα |
γενική | των | ανάλαδων | των | ανάλαδων | των | ανάλαδων |
αιτιατική | τους | ανάλαδους | τις | ανάλαδες | τα | ανάλαδα |
κλητική | ανάλαδοι | ανάλαδες | ανάλαδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανάλαδος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάλαδος
|