αντέκταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντέκταση | οι | αντεκτάσεις |
γενική | της | αντέκτασης* | των | αντεκτάσεων |
αιτιατική | την | αντέκταση | τις | αντεκτάσεις |
κλητική | αντέκταση | αντεκτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεκτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντέκταση < αντ- + έκταση < (ελληνιστική κοινή) ἔκτασις (μετατροπή βραχείας συλλαβής σε μακρά) < αρχαία ελληνική ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντέκταση θηλυκό
- (γραμματική) η μετατροπή ενός βραχύχρονου φωνήεντος που βρίσκεται πριν από ορισμένο συμφωνικό σύμπλεγμα (π.χ. ντ, νς), στο αντίστοιχο μακρό ή στη νόθο δίφθογγο ου, αφού προηγηθεί απλοποίηση ή και πλήρης αποβολή του συμπλέγματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντέκταση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)