αντιοικονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιοικονομικός < αντι- + οικονομικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uneconomic)
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αντιοικονομικός, -ή, -ό
- που βλάπτει την οικονομία ή δεν κάνει οικονομία, δεν συμφέρει από οικονομικής απόψεως
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιοικονομικά
- → δείτε τις λέξεις οικονομία, οίκος και νόμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιοικονομικός