αντιτοξικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτοξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antitoxique < anti- + toxique < αρχαία ελληνική τοξικός < τόξον
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιτοξικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξουδετέρωση των τοξινών
[επεξεργασία]
- αντιτοξίνη
- → δείτε τις λέξεις αντί, τοξικός και τόξο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιτοξικός