αντιτοξικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτοξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική antitoxique[1] < anti- + toxique < αρχαία ελληνική τοξικός < τόξον
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιτοξικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην εξουδετέρωση των τοξινών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιτοξίνη
- → δείτε τις λέξεις αντί, τοξικός και τόξο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιτοξικός
- ↑ αντιτοξικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας