ανυπάκουος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.niˈpa.ku.os/
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυπάκουος, -η, -ο
- που δεν υπακούει
- (κατ’ επέκταση) επαναστάτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυπάκουος