ασημοκαπνισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασημοκαπνισμένος η ασημοκαπνισμένη το ασημοκαπνισμένο
      γενική του ασημοκαπνισμένου της ασημοκαπνισμένης του ασημοκαπνισμένου
    αιτιατική τον ασημοκαπνισμένο την ασημοκαπνισμένη το ασημοκαπνισμένο
     κλητική ασημοκαπνισμένε ασημοκαπνισμένη ασημοκαπνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασημοκαπνισμένοι οι ασημοκαπνισμένες τα ασημοκαπνισμένα
      γενική των ασημοκαπνισμένων των ασημοκαπνισμένων των ασημοκαπνισμένων
    αιτιατική τους ασημοκαπνισμένους τις ασημοκαπνισμένες τα ασημοκαπνισμένα
     κλητική ασημοκαπνισμένοι ασημοκαπνισμένες ασημοκαπνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασημοκαπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ασημοκαπνίζω / ασήμ(ι) + -ο- + καπνισμένος

Μετοχή[επεξεργασία]

ασημοκαπνισμένος, -η, -ο

  • επαργυρωμένος
    ※  Της έστειλα την ευλογία μου , να' ναι καλορίζικη και μια ζώνη ασημοκαπνισμένη της γιαγιάς σου (Γιάγκος Θ. Ανδρεάδης, Τσουνάμι, 2006, σελ. 84)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]