ασημοκαπνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασημοκαπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ασημοκαπνίζω / ασήμ(ι) + -ο- + καπνισμένος
Μετοχή
[επεξεργασία]ασημοκαπνισμένος, -η, -ο
- επαργυρωμένος
- ※ Της έστειλα την ευλογία μου , να' ναι καλορίζικη και μια ζώνη ασημοκαπνισμένη της γιαγιάς σου (Γιάγκος Θ. Ανδρεάδης, Τσουνάμι, 2006, σελ. 84)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασημοκαπνισμένος
|