ασκότιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκότιστος < μεσαιωνική ελληνική ασκότιστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκότιστος, -η, -ο
- που δε σκεπάστηκε από σκοτάδι
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζαλάδες ή σκοτούρες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκότιστος
|