αστερίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστερίσκος < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἀστερίσκος[1] < ἀστήρ, ἀστερ- + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.steˈɾi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στε‐ρί‐σκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστερίσκος αρσενικό
- (τυπογραφία) τυπογραφικό σημάδι σε μορφή μικρού αστεριού (*)· τίθεται σε κείμενο για να υποδείξει την ύπαρξη μιας σχετικής υποσημειώσεως
- (συνεκδοχικά) η επιφύλαξη που διατυπώνεται σε ένα κείμενο από έναν από τους υπογράφοντες
- ※ Κυβερνητικές πηγές έλεγαν χθες ότι η Ελλάδα μείωσε το έλλειμμα περισσότερο από ό,τι δεσμευόταν, ότι έδειξε μεγάλη συνέπεια στις δεσμεύσεις που ανέλαβε και ότι για πρώτη φορά έχει αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία χωρίς αστερίσκους από τη Εurostat. (από την εφημερίδα Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 2010)
- (γλωσσολογία) → δείτε το σύμβολο * αμάρτυρου ή (επ)ανασυντεθειμένου ή αντιγραμματικού τύπου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σύμβολο: *
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «αστερίσκος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά σε -ίσκος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)