βάγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βάγια < πληθυντικός του βάγιο
- βάγια < πληθυντικός του βάγιο
- βάγια < μεσαιωνική ελληνική βαγία < ελληνιστική κοινή βαΐα < λατινικά *bajia (βλ. υστερολατινική bajula=τροφός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈva.ʝa/
- συλλαβισμός : βά‐για
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
βάγια ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)
- (βοτανική)κλαδιά από διάφορα φυτά (φοίνικας, μυρτιά, δάφνη) που δίνονται στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
βάγια θηλυκό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάγια | οι | βάγιες |
γενική | της | βάγιας | των | βαγιών |
αιτιατική | τη | βάγια | τις | βάγιες |
κλητική | βάγια | βάγιες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό 3[επεξεργασία]
βάγια θηλυκό