βαβυλωνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βαβυλωνιακός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαβυλωνιακός η βαβυλωνιακή το βαβυλωνιακό
      γενική του βαβυλωνιακού της βαβυλωνιακής του βαβυλωνιακού
    αιτιατική τον βαβυλωνιακό τη βαβυλωνιακή το βαβυλωνιακό
     κλητική βαβυλωνιακέ βαβυλωνιακή βαβυλωνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαβυλωνιακοί οι βαβυλωνιακές τα βαβυλωνιακά
      γενική των βαβυλωνιακών των βαβυλωνιακών των βαβυλωνιακών
    αιτιατική τους βαβυλωνιακούς τις βαβυλωνιακές τα βαβυλωνιακά
     κλητική βαβυλωνιακοί βαβυλωνιακές βαβυλωνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαβυλωνιακός < ελληνιστική κοινή Βαβυλωνιακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.vi.lo.ni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐βυ‐λω‐νι‐α‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

βαβυλωνιακός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με τη Βαβυλώνα
    βαβυλωνιακός πολιτισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βαβυλώνα