βαμβακοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαμβακοπαραγωγός < βαμβακο- + -παραγωγός [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaɱ.va.ko.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κο‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαμβακοπαραγωγός αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | βαμβακοπαραγωγός | το | βαμβακοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | βαμβακοπαραγωγού | του | βαμβακοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/τη | βαμβακοπαραγωγό | το | βαμβακοπαραγωγό | ||
κλητική | βαμβακοπαραγωγέ | βαμβακοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | βαμβακοπαραγωγοί | τα | βαμβακοπαραγωγά | ||
γενική | των | βαμβακοπαραγωγών | των | βαμβακοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | βαμβακοπαραγωγούς | τα | βαμβακοπαραγωγά | ||
κλητική | βαμβακοπαραγωγοί | βαμβακοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
βαμβακοπαραγωγός, -ος, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαμβακοπαραγωγός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βαμβακοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα βαμβακο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)