βασιβουζούκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βασιβουζούκος | οι | βασιβουζούκοι |
γενική | του | βασιβουζούκου | των | βασιβουζούκων |
αιτιατική | τον | βασιβουζούκο | τους | βασιβουζούκους |
κλητική | βασιβουζούκο | βασιβουζούκοι | ||
Και κλητική ενικού: βασιβουζούκε. | ||||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασιβουζούκος < λόγια επίδραση στο μπασιμπουζούκος με τροπή [b] > [v] < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική باشی بوزوق (başıbozuk, σπασμένο κεφάλι) (τουρκική başıbozuk) + -ος < باش (baş, κεφάλι) & بوزوق (bozuk, σε κακό χάλι, σπασμένο, στρατιωτικός όρος: άτακτος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.si.vuˈzu.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐βου‐ζού‐κος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασιβουζούκος αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) o άτακτος στρατιώτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- (μεταφορικά) απείθαρχος ή αυταρχικός, κάποιος που δεν πειθαρχεί σε κανόνες, προκαλεί φασαρίες και θέλει να γίνεται το δικό του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άτακτος στρατιώτης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Πηγές
[επεξεργασία]- βασιβουζούκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)