βιοπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioptic < αρχαία ελληνική βίος + ὀπτικός (< ὁράω / ὁρῶ)
Επίθετο[επεξεργασία]
βιοπτικός