βρομερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βρομερός | η | βρομερή | το | βρομερό |
γενική | του | βρομερού | της | βρομερής | του | βρομερού |
αιτιατική | τον | βρομερό | τη | βρομερή | το | βρομερό |
κλητική | βρομερέ | βρομερή | βρομερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βρομεροί | οι | βρομερές | τα | βρομερά |
γενική | των | βρομερών | των | βρομερών | των | βρομερών |
αιτιατική | τους | βρομερούς | τις | βρομερές | τα | βρομερά |
κλητική | βρομεροί | βρομερές | βρομερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]βρομερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρομερός < βρόμα + -ερός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]βρομερός, -ή, -ό
- που μυρίζει άσχημα, που βρομάει, που ζέχνει
- βρόμικος, ρυπαρός, γεμάτος βρόμα
- (μεταφορικά) αισχρός, ανήθικος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- συχνή η σφαλερή γραφή με ωμέγα βρω- → δείτε τη λέξη βρομώ για την ορθογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βρομερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)