γκαζάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαζάκι | τα | γκαζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκαζάκι | τα | γκαζάκια |
κλητική | γκαζάκι | γκαζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκαζάκι < γκάζ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκαζάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρή συσκευή που λειτουργεί με φιάλη (υγρ)αερίου και χρησιμοποιείται για πρόχειρο μαγείρεμα ή βράσιμο ροφημάτων
- η φιάλη (υγρ)αερίου για τη συσκευή αυτή
- (συνήθως στον πληθυντικό) αυτοσχέδιος εμπρηστικός μηχανισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκαζάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)