γραώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραώδης η γραώδης το γραώδες
      γενική του γραώδους της γραώδους του γραώδους
    αιτιατική τον γραώδη τη γραώδη το γραώδες
     κλητική γραώδη(ς) γραώδης γραώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραώδεις οι γραώδεις τα γραώδη
      γενική των γραωδών των γραωδών των γραωδών
    αιτιατική τους γραώδεις τις γραώδεις τα γραώδη
     κλητική γραώδεις γραώδεις γραώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραώδης < ελληνιστική κοινή γραώδης < γραῦς

Επίθετο[επεξεργασία]

γραώδης, -ης, -ες

  1. (αρχαιοπρεπές) που ταιριάζει ή αναφέρεται σε γριά
  2. (αρχαιοπρεπές) παρωχημένος, ξεπερασμένος, αναχρονιστικός
    χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη γριά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γραώδης < γραῦς θέμα ... + -ώδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

γραώδης, -ης, -ες, συγκριτικός: γραωδέστερος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]