δαφνοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δαφνοειδής | η | δαφνοειδής | το | δαφνοειδές |
γενική | του | δαφνοειδούς* | της | δαφνοειδούς | του | δαφνοειδούς |
αιτιατική | τον | δαφνοειδή | τη | δαφνοειδή | το | δαφνοειδές |
κλητική | δαφνοειδή(ς) | δαφνοειδής | δαφνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δαφνοειδείς | οι | δαφνοειδείς | τα | δαφνοειδή |
γενική | των | δαφνοειδών | των | δαφνοειδών | των | δαφνοειδών |
αιτιατική | τους | δαφνοειδείς | τις | δαφνοειδείς | τα | δαφνοειδή |
κλητική | δαφνοειδείς | δαφνοειδείς | δαφνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαφνοειδής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαφνοειδής < δάφν(η) + -ο- + -ειδής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ða.fno.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαφ‐νο‐ει‐δής
Επίθετο[επεξεργασία]
δαφνοειδής, -ής, -ές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαφνοειδής
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δαφνοειδής | τὸ δαφνοειδές | οἱ, αἱ δαφνοειδεῖς | τὰ δαφνοειδῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς δαφνοειδοῦς | τοῦ δαφνοειδοῦς | τῶν δαφνοειδῶν | τῶν δαφνοειδῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ δαφνοειδεῖ | τῷ δαφνοειδεῖ | τοῖς, ταῖς δαφνοειδέσι(ν) | τοῖς δαφνοειδέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δαφνοειδῆ | τὸ δαφνοειδές | τοὺς, τὰς δαφνοειδεῖς | τὰ δαφνοειδῆ |
Κλητική | δαφνοειδές | δαφνοειδές | δαφνοειδεῖς | δαφνοειδῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δαφνοειδεῖ | |||
Γενική-Δοτική | δαφνοειδοῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δαφνοειδής, -ής, -ές
- σε μορφή δάφνης
Πηγές[επεξεργασία]
- δαφνοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)