δυσπετής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσπετής τὸ δυσπετές
      γενική τοῦ/τῆς δυσπετοῦς τοῦ δυσπετοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσπετεῖ τῷ δυσπετεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσπετ τὸ δυσπετές
     κλητική ! δυσπετές δυσπετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσπετεῖς τὰ δυσπετ
      γενική τῶν δυσπετῶν τῶν δυσπετῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσπετέσ(ν) τοῖς δυσπετέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσπετεῖς τὰ δυσπετ
     κλητική ! δυσπετεῖς δυσπετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσπετεῖ τὼ δυσπετεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσπετοῖν τοῖν δυσπετοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσπετής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσπετής, -ής, -ές

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]