εκστασιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκστασιασμένος η εκστασιασμένη το εκστασιασμένο
      γενική του εκστασιασμένου της εκστασιασμένης του εκστασιασμένου
    αιτιατική τον εκστασιασμένο την εκστασιασμένη το εκστασιασμένο
     κλητική εκστασιασμένε εκστασιασμένη εκστασιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκστασιασμένοι οι εκστασιασμένες τα εκστασιασμένα
      γενική των εκστασιασμένων των εκστασιασμένων των εκστασιασμένων
    αιτιατική τους εκστασιασμένους τις εκστασιασμένες τα εκστασιασμένα
     κλητική εκστασιασμένοι εκστασιασμένες εκστασιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.sta.si.aˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐στα‐σι‐α‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

εκστασιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]