εκστασιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.sta.si.aˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐στα‐σι‐α‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
εκστασιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκστασιάζω: που έχει περιέλθει σε κατάσταση έκστασης, συνήθως από θαυμασμό για κάτι πολύ ωραίο που είδε ή άκουσε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκστασιασμένος
|