ελαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐλαϊκός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαϊκός η ελαϊκή το ελαϊκό
      γενική του ελαϊκού της ελαϊκής του ελαϊκού
    αιτιατική τον ελαϊκό την ελαϊκή το ελαϊκό
     κλητική ελαϊκέ ελαϊκή ελαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαϊκοί οι ελαϊκές τα ελαϊκά
      γενική των ελαϊκών των ελαϊκών των ελαϊκών
    αιτιατική τους ελαϊκούς τις ελαϊκές τα ελαϊκά
     κλητική ελαϊκοί ελαϊκές ελαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ελαϊκός < (ελληνιστική κοινήἐλαϊκός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά oléique)

Επίθετο[επεξεργασία]

ελαϊκός, ,

  1. που έχει σχέση ή αναφέρεται στην ελιά (ελαιόδεντρο, ελαιόκαρπο, ελαιόλαδο)
    Προτάσεις για την ελαϊκή πολιτική επεξεργάζεται ο Σύνδεσμος Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης.
  2. (χημεία) που έχει σχέση ή αναφέρεται σε χημικές ενώσεις που βρίσκονται σε έλαια ή λίπη
    Η ελαϊκή μονοαιθανολαμίνη (monoethanolamine oleate) είναι ένα ήπιο σκληρυντικό. Το ένα συνθετικό της, το ελαϊκό οξύ είναι...
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ελαϊκή: είδος τυριού που συντηρείται στο λάδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]