ενιαύσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενιαύσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνιαύσιος[1] < ἐνιαυτός (έτος, επέτειος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.niˈaf.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νι‐αύ‐σι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
ενιαύσιος, -α, -ο
- ετήσιος
- ※ Ἐποχὴ τῆς ἐσοδείας τοῦ νέου οἴνου δὲν ἦτο, διὰ ν’ ἀνοίξωσι διὰ τρεῖς μῆνας καὶ εἷτα νὰ κλείσωσι, τοὐναντίον ἡ ενιαύσιος ἐσοδεία εἶχεν ἐξαντληθεί ἤδη καὶ ὁ τόπος εἰσήγεν ἔξωθεν τὸν οἶνον. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. (1892) Οι χαλασοχώρηδες, Μέρος Δ')
- που έχει διάρκεια ενός χρόνου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ενιαύσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)