εξαγώγιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαγώγιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαγώγιμος < ἐξαγωγ(ή) + -ιμος < ἐξάγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ksaˈɣo.ʝi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐γώ‐γι‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐γώ‐γι‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]εξαγώγιμος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαγώγιμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)