επιβραδυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.vɾa.ðiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βρα‐δυ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
επιβραδυμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβραδύνω
- ↪ είναι μία επιβραδυμένη διαδικασία που θα έπρεπε να έχει ήδη ολοκληρωθεί
- ≠ αντώνυμα: επιταχυμένος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιβραδυμένος
|