επιβραδυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβραδυμένος η επιβραδυμένη το επιβραδυμένο
      γενική του επιβραδυμένου της επιβραδυμένης του επιβραδυμένου
    αιτιατική τον επιβραδυμένο την επιβραδυμένη το επιβραδυμένο
     κλητική επιβραδυμένε επιβραδυμένη επιβραδυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβραδυμένοι οι επιβραδυμένες τα επιβραδυμένα
      γενική των επιβραδυμένων των επιβραδυμένων των επιβραδυμένων
    αιτιατική τους επιβραδυμένους τις επιβραδυμένες τα επιβραδυμένα
     κλητική επιβραδυμένοι επιβραδυμένες επιβραδυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.vɾa.ðiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βρα‐δυ‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

επιβραδυμένος, -η, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]