επιζωοτιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιζωοτιολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epizootiological. Μορφολογικά αναλύεται σε επιζωοτιολογ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.zo.o.ti.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐ζω‐ο‐τι‐ο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]επιζωοτιολογικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, κτηνιατρική, επιδημιολογία) που σχετίζεται με τη μελέτη της επιδημιολογίας των ζώων (επιζωοτιολογία) ή αναφέρεται σε αυτήν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιζωοτιολογικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κτηνιατρική (νέα ελληνικά)
- Επιδημιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)