επικασσιτερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικασσιτερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επικασσιτερώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]επικασσιτερωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί επικασσιτέρωση, που έχει επιστρωθεί με κασσίτερο για να αποφύγει την οξείδωση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικασσιτερωμένος
|