επισήμανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισήμανση | οι | επισημάνσεις |
γενική | της | επισήμανσης* | των | επισημάνσεων |
αιτιατική | την | επισήμανση | τις | επισημάνσεις |
κλητική | επισήμανση | επισημάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισήμανση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπισήμαν(σις) + -ση < ἐπισημαίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈsi.man.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐σή‐μαν‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επισήμανση θηλυκό
- το σφράγισμα, το σημάδεμα, το μαρκάρισμα
- η σήμανση, η τοποθέτηση σημαδιού ως αναγνωριστικού σήματος
- ↪ Όταν ο οδηγός διακρίνει πινακίδα με την επισήμανση της διεξαγωγής έργων οφείλει να ελαττώνει την ταχύτητα του οχήματος
- (μεταφορικά) η διατύπωση μιας παρατήρησης
- ↪ η επισήμανση των δυσκολιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επισημαίνω
- → δείτε τις λέξεις επί, σήμανση και σημαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)