εσχατιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐσχατιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσχατιά οι εσχατιές
      γενική της εσχατιάς των εσχατιών
    αιτιατική την εσχατιά τις εσχατιές
     κλητική εσχατιά εσχατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εσχατιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσχατιά[1] < ἔσχατος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.sxa.tiˈa/ Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη[1], και e.sxaˈtça
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σχα‐τι‐ά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εσχατιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]