ευδαιμονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευδαιμονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐδαιμονικός. Ως συνώνυμο του ευδαιμονιστικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική eudémonique[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.vðe.mo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐δαι‐μο‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ευδαιμονικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ευδαιμονία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλη μορφή του ευδαιμονιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευδαιμονικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ευδαιμονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)