ευπροσάρμοστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευπροσάρμοστος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐπροσάρμοστος, (μαρτυρείται από το 1885) [1] ευ- + (προσαρμόζω), πορσαρμοσ- + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ef.pɾoˈsaɾ.mo.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐προ‐σάρ‐μο‐στος
- παλιότερος συλλαβισμός : ευ‐προσ‐άρ‐μο‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευπροσάρμοστος, -η, -ο
- που προσαρμόζεται εύκολα σε νέες συνθήκες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 424, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)