ζητούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζητούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζητούμενος
Μετοχή[επεξεργασία]
ζητούμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ζητάω/ζητώ: αυτός που ζητείται (συνήθως για αφηρημένες έννοιες)
- ↪ η ζητούμενη λύση
- ↪ ο ζητούμενος παράγοντας στην εξίσωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ζητούμενο (ως ουσιαστικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ζητούμενος, -η, -ον
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)