ζυμωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζυμώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
ζυμωμένος, -η, -ο
- που έχει ζυμωθεί
- (μεταφορικά) που έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στις αντιξοότητες της ζωής