ηλεκτρομαγνητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρομαγνητισμός < ηλεκτρο- + μαγνητισμός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electromagnetism[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρομαγνητισμός αρσενικό
- (φυσική) κλάδος της φυσικής που εξετάζει τη σχέση ηλεκτρικών πεδίων, μαγνητικών πεδίων, ηλεκτρικού ρεύματος και κινούμενων ηλεκτρικών φορτίων
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρομαγνητισμός
[επεξεργασία]
- ↑ ηλεκτρομαγνητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλεκτρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)