ισοκόρυφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισοκόρυφος < ελληνιστική κοινή ἰσοκόρυφος < αρχαία ελληνική ἴσος + κορυφή < κόρυς
Επίθετο[επεξεργασία]
ισοκόρυφος, -ή, -ο
- (λόγιο) (για βουνά ή γραφικές παραστάσεις) που οι κορυφές τους έχουν το ίδιο ύψος
- (μεταφορικά) (λόγιο) ισοδύναμος, ισάξιος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισοκόρυφος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)