κέρκουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέρκουρος οι κέρκουροι
      γενική του κερκούρου των κερκούρων
    αιτιατική τον κέρκουρο τους κερκούρους
     κλητική κέρκουρε κέρκουροι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέρκουρος < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέρκουρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέρκουρος οἱ κέρκουροι
      γενική τοῦ κερκούρου τῶν κερκούρων
      δοτική τῷ κερκούρ τοῖς κερκούροις
    αιτιατική τὸν κέρκουρον τοὺς κερκούρους
     κλητική ! κέρκουρε κέρκουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κερκούρω
γεν-δοτ τοῖν  κερκούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέρκουρος < πιθανόν απόδοση ξένης λέξης, ίσως σημιτικής προέλευσης κέρκος + οὐρά + -ος[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέρκουρος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) ελαφρύ σκάφος ιδίως των Κυπρίων
    ※  Αἰγυπτίων δὲ ἐστρατήγεε Ἀχαιμένης Ξέρξεω ἐὼν ἀπ᾽ ἀμφοτέρων ἀδελφεός, τῆς δὲ ἄλλης στρατιῆς ἐστρατήγεον οἱ δύο. τριηκόντεροι δὲ καὶ πεντηκόντεροι καὶ κέρκουροι καὶ ἱππαγωγὰ πλοῖα μακρὰ συνελθόντα ἐς τὸν ἀριθμὸν ἐφάνη τρισχίλια. (Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια).97.1)
    ※  ἐφόλκια δ᾽ ἦσαν αὐτῇ τὸ μὲν πρῶτον κέρκουρος τρισχίλια τάλαντα δέχεσθαι δυνάμενος: πᾶς δ᾽ ἦν οὗτος ἐπίκωπος. μεθ᾽ ὃν χίλια πεντακόσια βαστάζουσαι ἁλιάδες τε καὶ σκάφαι πλείους (Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 5.208e)
  2. (ιχθυολογία) είδος ψαριού

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)

Πηγές[επεξεργασία]