κακτοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κακτοειδής | η | κακτοειδής | το | κακτοειδές |
γενική | του | κακτοειδούς* | της | κακτοειδούς | του | κακτοειδούς |
αιτιατική | τον | κακτοειδή | την | κακτοειδή | το | κακτοειδές |
κλητική | κακτοειδή(ς) | κακτοειδής | κακτοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κακτοειδείς | οι | κακτοειδείς | τα | κακτοειδή |
γενική | των | κακτοειδών | των | κακτοειδών | των | κακτοειδών |
αιτιατική | τους | κακτοειδείς | τις | κακτοειδείς | τα | κακτοειδή |
κλητική | κακτοειδείς | κακτοειδείς | κακτοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακτοειδής < κάκτος + -ειδής < νεολατινική cactus < λατινική cactus < λατινική κάκτος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cactacées)
Επίθετο[επεξεργασία]
κακτοειδής
- (βοτανική) που περιλαμβάνει φυτά της οικογένειας Cactaceae, που είναι δικοτυλήδονα, έχουν αγκάθια κι αντέχουν στην ξηρασία
- (βοτανική) (ουσιαστικοποιημένο) κακτοειδές ή στον πληθυντικό κακτοειδή: φυτά της οικογένειας Cactaceae
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάκτος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κακτοειδή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακτοειδής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)