καταϊδρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καταϊδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταϊδρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]καταϊδρωμένος, -η, -ο
- πολύ ιδρωμένος, κάθιδρος
- ⮡ έκφραση: ήρθε τελευταίος και καταϊδρωμένος (όχι μόνον ήρθε τελευταίος, αλλά δυσκολεύτηκε ακόμα και να τερματίσει)