καταϊδρωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταϊδρωμένος η καταϊδρωμένη το καταϊδρωμένο
      γενική του καταϊδρωμένου της καταϊδρωμένης του καταϊδρωμένου
    αιτιατική τον καταϊδρωμένο την καταϊδρωμένη το καταϊδρωμένο
     κλητική καταϊδρωμένε καταϊδρωμένη καταϊδρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταϊδρωμένοι οι καταϊδρωμένες τα καταϊδρωμένα
      γενική των καταϊδρωμένων των καταϊδρωμένων των καταϊδρωμένων
    αιτιατική τους καταϊδρωμένους τις καταϊδρωμένες τα καταϊδρωμένα
     κλητική καταϊδρωμένοι καταϊδρωμένες καταϊδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταϊδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταϊδρώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

καταϊδρωμένος, -η, -ο

  • πολύ ιδρωμένος, κάθιδρος
    έκφραση: ήρθε τελευταίος και καταϊδρωμένος (όχι μόνον ήρθε τελευταίος, αλλά δυσκολεύτηκε ακόμα και να τερματίσει)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]