κερκόπορτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερκόπορτα οι κερκόπορτες
      γενική της κερκόπορτας των κερκοπορτών
    αιτιατική την κερκόπορτα τις κερκόπορτες
     κλητική κερκόπορτα κερκόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κερκόπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κερκόπορτα < αρχαία ελληνική κέρκος[1] (ουρά ζώου, πίσω μέρος) + πόρτα: πίσω πόρτα, παραπόρτι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κερκόπορτα θηλυκό

  1. (μεταφορικά) αδύνατο σημείο άμυνας (από την ονομασία της ομώνυμης πύλης στα τείχη της Κωνσταντινούπολης)
  2. (μεταφορικά) αδύνατο σημείο που μπορεί να φέρει την καταστροφή ή τη διάλυση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. το α’ συνθετικό θα μπορούσε να είναι < λατινική quercus (δρυς)