κιτρινισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιτρινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κιτρινίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
κιτρινισμένος, -η, -ο
- που το χρώμα του έχει μεταβληθεί σε κίτρινο
- ↪Στο υπόγειο φύλαγε παλιές εφημερίδες, κιτρινισμένες πια από τα χρόνια και την υγρασία.